προανάκρουση

προανάκρουση
η
προνάκρουσμα, πρελούντιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προανάκρουση — η / προανάκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προανακρούω] η προκαταρκτική κρούση τών μουσικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • προαναβολή — και ποιητ. τ. προαμβολή, ἡ, Α [προαναβάλλομαι] το προκαταρκτικό μέλος τής αναβολής, η προανάκρουση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”